-
1 εισδυομαι
ион. и староатт. ἐσδύομαι (= εἰσδύω См. εισδυω)1) проникать, входить(ἥ ψυχέ ἐς ἄλλο ζῷον ἐσδύεται Her.; εἰς τοὺς πόρους Arst.; εἰς τὰς ψυχὰς τῶν ἀνθρώπων Polyb.)
ὀφθαλμοὴ εἰοδυόμενοι Arst. — глубоко сидящие глаза2) врезываться, впиваться3) вступать(ἀκοντιστύν Hom.)
-
2 αναστομοω
1) досл. снабжать устьем, перен. делать сквозным, прорывать насквозь(τάφρον πρὸς τὸν ποταμόν Xen.; τὰς διώρυχας Polyb.; τοὺς πόρους Plut.)
ἀναστομωθέντα ἀγγεῖα Sext. — сообщающиеся сосуды2) med. широко открывать, разевать(φάρυγγος τὸ χεῖλος Eur.)
3) pass. открываться, иметь выход(Ὠκεανὸς κατὰ στενοπόρους αὐχένας ἀνεστομωμένος Arst.; κόλπος ἀνεστόμωται εἰς τὸν Ὠκεανόν Diod.)
-
3 αναχαλαω
1) ослаблять(τὸν δεσμόν Polyb.)
2) разрыхлять(ἀναχαλωμένη ἥ γῆ ὑπὸ τοῦ πυρός Plut.)
3) расширять, раскрывать(τοὺς πόρους Plut.)
-
4 αποτυφλοω
1) ослеплять, делать незрячим(τινα Arst.; τέν ὅρασιν Diod.)
ὄψεις μεθ΄ ἡμέραν ἀποτυφλοῦνται Plut. — (ночные животные) днем слепнут2) затыкать, закупоривать(τοὺς πόρους Arst.; πηγήν Plut.)
3) подрезывать (sc. βλάστημα Plut.)4) притуплять, подавлять(τὸ φιλότιμον Plut.)
-
5 βυω
1) набивать, наполнять(τί τινι Arst.; στόμα τινος ἐβέβυστο Her.)
βεβυσμένος τινός Hom. — Наполненный чем-л.2) затыкать(χυτρίδιον σπογγίῳ Arph.; τοὺς πόρους Arst.)
βεβυσμένος τὰ ὦτα Luc. — с заткнутыми ушами, т.е. тугоухий -
6 επιλαμβανω
(fut. ἐπιλήψομαι, aor. 2 ἐπέλαβον)1) (сверх чего-л.) брать, получать2) (после чего-л.) брать, пробовать(μικρὸν οἰνάριον Plut.)
3) med. хватать(ся), схватывать(ся), ухватывать(ся)(τῶν ἀφλάστων νηός Her.; τὼν νεῶν Thuc.; τῆς ἴτυός τινος Xen.; τῆς χειρός τινος τῇ δεξιᾶ Plat.; τῶν τριχῶν Aeschin.; ἀλλήλων ταῖς χερσί Plut.)
ἐπιλαβόμενος τῶν ἐπισπαστήρων Her. — ухватившись за дверные кольца;ἐπιλαβέσθαι τινὸς λόγου NT. — поймать кого-л. на слове4) тж. med. захватывать, занимать(τόπον τινά Arst., Plut.; med. τῶν ὀρῶν Plut.)
ἐπιλαβέσθαι τι τῶν τῆς πόλεως Plat. — присвоить себе что-л. из государственного имущества;ἐπιλαβέσθαι δασέος Arst. — войти в густые заросли5) (быстро) проходить(πολὺν χῶρον Theocr.)
6) зажимать, затыкать, закрывать(τέν ῥῖνα Arph.; τοῖς ἐπικαλύμμασιν, sc. τοὺς πόρους Arst.; τὸν αὐλίσκον Polyb.)
ἐπιλαμβάνεσθαι τῶν ὀφθαλμῶν Arst. — закрывать себе глаза7) тж. med. удерживать, задерживатьἐ. τὸ ὕδωρ Lys., Isae.; — остановить воду (в водяных часах на время, свидетельских показаний или чтения документов, что не входило в регламент судебного оратора):
νυκτὸς ἐπιλαβούσης τὸ ἔργον Thuc. — когда ночь приостановила битву (ср. 8);ἐ. τι τῆς ὀπίσω ὁδοῦ Her. — преграждать чему-л. движение назад;μέ ἐπιλαμβάνου Eur. — не удерживай (меня);ὀργῆς ἐπιλαβέσθαι Plut. — подавить (свой) гнев;τῆς τύχης ἄνω φερομένης ἐπιλαβέσθαι Plut. — помешать росту своего собственного благополучия8) ( во времени) надвигаться, наступать(ταχὺ ἐπιλαβὸν γῆρας Plat.; νυκτὸς ἐπιλαβούσης Diod.; ὅταν ἐπιλαμβάνῃ τὸ θέρος Arst.)
9) тж. med. совершать нападение или набег, нападатьἐπελάβοντο Κορινθίων ἀναχωρούντων Xen. — (лакедемоняне) атаковали возвращавшихся коринфян;οὐκ ἔχων ὅπῃ ἐπιλάβοιτο Xen. — не имея, к чему придраться10) редко med. охватывать, настигать, овладевать, поражатьδὴς τὸν αὐτὸν οὐκ ἐπελάμβανεν Thuc. — (эта болезнь) не поражала дважды одного и того же (человека);οὐχ ἥδε γὰρ τοιᾷδ΄ ἐπείληπται νόσῳ ; Soph. — да разве она не страдает подобным же недугом?;τέν αἴσθησιν ἐπιληφθείς Plut. — лишившийся чувств;ἥ ἱππομανία πολλῶν ἐπείληπται Luc. — многих охватила страсть к конному спорту11) захватывать врасплох, застигатьἐδεδοίκεσαν μέ σφῶν χειμὼν τέν φυλακέν ἐπιλάβοι Thuc. — (в Афинах) боялись, как бы зима не застигла их гарнизон
12) med. ( в речи) перебивать, прерыватьἐπιλαμβάνου ἐμοῦ, ἐάν τί σοι δοκῶ μέ καλῶς λέγειν Plat. — перебивай меня, если тебе покажется, что я говорю что-л. неправильно
13) med. захватывать, арестовывать(τινος Dem.)
14) med., юр. требовать, оспаривать, заявлять претензию(κτήματος Plat.)
15) med. возражать, протестовать(τοῦ ψηφίσματος Xen.; τῶν εἰρημένων Plut.)
16) med. достигать, обретать, получать(γαλήνης Plat.; ζωῆς αἰωνίου NT.)
νεοχμόν τι ποιέειν δυνάμιος ἐ. Her. — получить возможность совершить какой-л. переворот;ἐ. τινος τῷ τῆς διανοίας λογισμῷ Plat. — постигать что-л. силой размышления;τῆς ἐρημίας ἐπειλημμένοι Dem. — достигшие одиночества, т.е. освободившиеся от соперников17) med. достигать, доживатьἔτη τοῦ πολέμου ἐπέλαβεν ὀκτὼ καὴ ἔνατον ἐκ μέσου, ὅτε ἐπεφεύγει Thuc. — (Хрисид) бежал в середине девятого года войны;
ἀποθνῄσκει ἡμέρας ἑπτακαίδεκα τῆς ἑβδόμης ὑπατείας ἐπιλαβών Plut. — (Марий) умер на семнадцатый день (своего) седьмого консульства18) med. брать на себя, предпринимать, приниматься (за что-л)ἄλλης πολιτείας ἐ. Plat. — заняться рассмотрением другого государственного строя -
7 θηρα
ион. θήρη ἥ1) охота, звероловство(ἰέναι ἐς θήρην Hom. или ἐπὴ τέν θήρην Her.)
ζῆν ἀπὸ θήρας Arst. — жить охотой;2) преследование, погоняθήραν τήνδε ἁλίως ἔχομεν τόξων Soph. — напрасна (была) эта наша погоня за оружием;
ἥ θ. ἐπιστημῶν Plat. — погоня за знаниями3) добыча, уловμενοεικές θήρη Hom. — обильный улов;
δέσμιον ἄγων θήραν καλήν Soph. — ведя связанным славного пленника4) дичьφθάνειν δεῖ πεφραγμένους τοὺς πόρους πρὴν κινεῖσθαι τέν θήραν Xen. — нужно предварительно загородить проходы, прежде чем поднять дичь
5) ловушка, западня(παγὴς καὴ θ. NT.)
-
8 συνεισειμι
1) одновременно или вместе входить(εἰς τοὺς πόρους ἅμα τινί Arst.)
2) врываться, вторгаться(ὥσπερ πύλης ἀνοιχθείσης Plut.)
-
9 ευρισκω
(fut. εὑρήσω, aor. 2 εὗρον и ηὗρον, pf. εὕρηκα; pass. fut. εὑρεθήσομαι, aor. εὑρέθην, pf. ηὕρημαι) тж. med.1) находить, обнаруживать(θησαυρόν Arst.; χρυσοῦν δακτύλιον Luc.)
εὗρεν Κρονίδην Hom. — (Фетида) разыскала Кронида2) находить, получать, снискивать, (при)обретать(δόξαν, med. κλέος Pind.; med. τιμωρίην Her.; med. ὠφελίαν τινὰ ἀπό τινος Thuc.; ἀτέλειαν Xen.; med. Dem.; χάριν παρά τινι NT.)
κακὸν εὗρε и εὕρετο Hom. — его постигло несчастье;δίκην εὗρε Plut. — ему было предъявлено обвинение;τὰ ἔργα τοὺς λόγους εὑρίσκεται Soph. — дела находят себе выражение в словах;δεινὰ εὑρεῖν πάθη πρός τινος Soph. — тяжело пострадать по чьей-л. вине;εὑρέσθαι τι παρά τινος Lys. — добиться чего-л. от кого-л.3) находить, открывать, придумывать, изыскивать(μῆχός τι Hom.; ὁδόν Pind.; ἐξ ἀμηχάνων πόρους Aesch.; πημάτων ἄρηξιν Soph.; τὸ φάρμακόν τινος Plat.)
4) изобретать(τὸν βάρβιτον Pind.; ὀχήματα Aeschin.)
5) находить, обнаруживать, считать(τοὺς θεοὺς κακούς Soph.)
; pass. обнаруживаться, оказыватьсяἢν εὑρεθῇ λέγων σοὴ ταὐτά Soph. — если окажется, что он говорит то же самое, что и ты;
ἀδικοῦσα ἡμῶν οὐδὲν ἧσσον ηὑρέθη Eur. — оказалось, что она виновата не менее, чем мы6) задумывать, замышлять(φόνον τινί Eur.)
7) ( о товаре) приносить (ту или иную) выручку, т.е. продаваться (за известную цену)εὑ. πολλόν (sc. χρυσίον) Her. — продаваться за большие деньги;
См. также в других словарях:
κύτταρο — Η μικρότερη οργανωμένη μονάδα ζωής, η οποία είναι ικανή να ζήσει και να αναπαραχθεί από μόνη της. Όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί, από τα βακτήρια μέχρι τα πιο πολύπλοκα φυτά και ζώα, αποτελούνται από κ.· τα βακτήρια, τα πρωτόζωα, ορισμένοι μύκητες… … Dictionary of Greek
Σλοβενία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Αυστρία, στα ΒΑ με την Ουγγαρία, στα Δ με την Ιταλία, και στα Ν ΝΔ με την Κροατία.Η Σλοβενία είναι μια χώρα λίγο μικρότερη σε έκταση από την Πελοπόννησο. Βρίσκεται στο βόρειο άκρο της… … Dictionary of Greek
αναπνοή — Γενική βιολογική διαδικασία με την οποία οι ζώντες οργανισμοί παίρνουν από το περιβάλλον οξυγόνο και αποδίδουν διοξείδιο του άνθρακα. Το οξυγόνο είναι απαραίτητο στις οξειδωτικές εξεργασίες που βρίσκονται στη βάση όλων των εκδηλώσεων της ζωής,… … Dictionary of Greek
Κένυα — Eπίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κένυας Έκταση: 582.650 τ. χλμ. Πληθυσμός: 31.138.735 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Ναϊρόμπι (2.411.900 κάτ. το 2002)Κράτος της ανατολικής Αφρικής. Συνορεύει Β με την Αιθιοπία και με το Σουδάν, Δ με την Ουγκάντα, Ν με… … Dictionary of Greek
Κροατία — I Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κροατίας Έκταση: 56.542 τ. χλμ. Πληθυσμός: 4.535.054 (2001) Πρωτεύουσα: Ζάγκρεμπ (691.724 κάτ. το 2001)Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΝΑ με τη Βοσνία Ερζεγοβίνη και το … Dictionary of Greek
Σινά — Χερσόνησος της Αιγύπτου, που βρίσκεται μεταξύ των κόλπων του Σουέζ και της Άκαμπα. Έχει έκταση 65 000 τ. χλμ. και στο μεγαλύτερο μέρος της είναι άνυδρη και άγονη. Ολόκληρο το νότιο τμήμα της αποτελείται από ένα κρυσταλλοπαγή ορεινό όγκο, που… … Dictionary of Greek
αμφίβια — Ομοταξία σπονδυλωτών στην οποία ανήκουν ζώα μικρού ή μεσαίου μεγέθους, που ζουν σε γλυκά νερά ή στην ξηρά, κοντά σε υδάτινα ρεύματα. Τα α. κατατάσσονται με βάση την εξωτερική διάρθρωση του σώματός τους σε δύο υφομοταξίες: τα αψιδοσπονδυλωτά και… … Dictionary of Greek
μηχανή — I Με γενική έννοια μ. είναι κάθε διάταξη κατάλληλη να εκμεταλλεύεται μια ορισμένη μορφή ενέργειας για να επιτελέσει ένα έργο ή για να τη μετατρέψει σε μια άλλη μορφή ενέργειας. Οι μ. που συνήθως ονομάζονται απλές (μοχλός, σκοινί, κεκλιμένο… … Dictionary of Greek
προστατευτισμός — Εφαρμογή κρατικών μέτρων, τα οποία αποβλέπουν στην προστασία τομέων της παραγωγής ή ορισμένων κατηγοριών επιχειρηματιών εναντίον του ξένου ανταγωνισμού. Η προστασία αυτή εφαρμόζεται στην πράξη με το κλείσιμο της εσωτερικής αγοράς στους ξένους διά … Dictionary of Greek
αλείπται ή αλείπτες — Έτσι ονόμαζαν οι αρχαίοι Έλληνες όσους ασχολούνταν με το άλειμμα των αθλητών με λάδι, σκοπός του οποίου ήταν να κάνει τα σώματά τους πιο ευλύγιστα και ευκίνητα. Μετά το λάδι έριχναν πάνω τους και ψιλή σκόνη ή άμμο. Η εργασία αυτή γινόταν πριν και … Dictionary of Greek
Ψηφιακή, τεχνολογία — Τα συστήματα ψηφιακής τεχνολογίας (π.χ. οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές, ο τηλεπικοινωνιακός εξοπλισμός κ.λπ.) χρησιμοποιούν ψηφιακά σήματα για τη μετάδοση των δεδομένων. Οι ηλεκτρικοί παλμοί αναπαριστώνται με δυαδικά ψηφία στα ψηφιακά σήματα. Η τάση … Dictionary of Greek